διαιρετά — διαιρετός divided neut nom/voc/acc pl διαιρετά̱ , διαιρετός divided fem nom/voc/acc dual διαιρετά̱ , διαιρετός divided fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετάς — διαιρετά̱ς , διαιρετός divided fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NAVIS — I. NAVIS cuius inventum suerit, diximus supra. Longam primus Iason exstruxisse dicitur, circa Pelium montem, et magnitudine et reliquô apparatu consuetum eô tempore modum excedentem, quod illius aetatis homines ratibus fere et parvis acatiis vehi … Hofmann J. Lexicon universale
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
διαιρέται — διαιρέτης divider masc nom/voc pl διαιρέτᾱͅ , διαιρέτης divider masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)